B.D.FOXMOOR

B.D.FOXMOOR
B.D.FOXMOOR

Κυριακή 2 Σεπτεμβρίου 2012

Tόπος ασύνορος (απ' το βιβλίο βάλσαμο και δαιμοναριά) του B.D.Foxmoor


Τόπος ασύνορος

Η πατρίδα μου, είναι ένας τόπος ασύνορος.
Μια μικρή ωδή στην απεραντοσύνη.
Ο πατέρας μου στους ατάραχους αιώνες, ανήφορος,
κράμα γλυκερό από ευτυχία κι οδύνη.

Η μάνα μου, ρομάντζο στη γεμοφεγγαριά,
με πράσινο στα μάτια σα το νεφρίτη.
Η γιαγιά μου, καρφωμένη με δάκρυα ιτιά,
ρόδινο σύννεφο, μικρό, φιλόξενο σπίτι.

Η γυναίκα μου, σεντούκι αγάπης και χρόνου,
στις φλεγόμενες ώρες μονάκριβο ταίρι.
Τα παιδιά μου, βοτάνια για την θλίψη του μόνου,
ατόφιες ευχές απ’ τα ιδωμένα μέρη.

Οι φίλοι μου, κλεισμένοι σε σφαλιστές ζωές,
νεοπροσήλυτοι σε ξένα νιτερέσα.
Οι εχθροί μου, ξεφωνητά και προστυχιές,
σφηκοφωλιές και χέσε μέσα.

Κλινάρι μου η μουσική κι οι στίχοι μου καλύβι,
με κρατάνε λησμονημένο στους χειμώνες μου.
Στο αρσενάλι μου έχω φρεσκολιωμένο μολύβι,
περιμένω και βυθίζω τις ώρες μου.

Το περιβάλλον μου, μαύρη αφήγηση.
Πάθη μου, η βροχή, η ομίχλη κι η σελήνη.
Με κυνηγάει κουτσαίνοντας η εκδίκηση,
να μου προσφέρει την γλυκιά της δίνη.

Οι γειτόνοι μου, αιχμάλωτοι απ’ την φρίκη,
τα κακοφορμισμένα φροντίζουν λάθη.
Άλλοι, ικετεύουν για μια μονάχα νίκη,
στα χερσοτόπια, όμως, καμιά ανάσταση δε φτάνει.

Των παιδιών η άδεια τσέπη μοσχοβολάει όνειρα,
των γονιών τους, όμως, μούχλα βρωμάει.
Η μιζέρια τους έχει δεμένους ολόγυρα,
μόνιμη σκιά που αγκομαχάει.

Κι όσοι κατάμουτρα το γνώριμο φτύσανε
και δε δειλιάσαν ποτέ στο πιθανό,
δεν θα μάθουν ποτέ ότι νικήσανε
κι ότι για ’κείνους κάποιος από απέναντι άναψε φανό.

Είδες, η πατρίδα μου, τόπος είναι ασύνορος.
Κανένας δεν γνωρίζει που τελειώνει.
Στο τίποτα μπροστά στέκομαι ανήμπορος.
Τι να ‘ναι τότε αυτό που με κυκλώνει;

Τετάρτη 9 Μαΐου 2012

ΕΠΙΣΤΟΛΗ B.D.FOXMOOR ΣΤΟ TVXS.GR


“Tι άλλο φοβάμαιπως θα γίνεις, γείτονα.
Παρακολουθώ όλες αυτές τις μέρες με μεγάλη προσοχή και μια πρωτόγνωρη αμηχανία, όλα όσα συμβαίνουν τριγύρω και μέσα μας. Ετσι, λοιπόν μου δημιουργήθηκε η ανάγκη να μοιραστώ μαζί σας την αίσθηση μου, που μπορεί φυσικά να μην ενδιαφέρει και κανέναν σας. Νοιώθω λοιπόν ότι ζούμε τις «τελευταίες λεύτερες μέρες» και τι εννοώ μ’ αυτό. Όταν στερείται απ’ τον πολίτη η μικρή πολυτέλεια της επιλογής με γνωμονα την ιδεολογία, την αισθητική, τ’ όνειρο ακόμα και το άμεσο συμφέρον και καλείται δια της νιόβγαλτης αυτής βίας να επιλέξει (μιας και το’ χει συνηθίσει πια)τότε, καλά κρασιά γειτόνοι. Εγώ λοιπόν ο ανορθόδοξος πολιτικά (όπως μου προσάπτουν οι φίλοι μου οι αριστεροί) γερασμένος πια αλητάμπουρας από το πέραμα δηλώνω ότι συνεχίζω ν’ απέχω συνειδητά από αυτή την φαρσοκωμωδία λόγω αισθητικής. Δεν με συγκινούσαν ποτέ τα σπασμωδικά ψευτοδιλλήματα ούτε η λογική του λιγότερου κακού. Δεν μ’ εξεπληξε τίποτα απ’ το  σοφό απόσταγμα της κρίσης αυτού του λαού. Δεν μετρώ σαν εντολή τα προτάγματα του (δεν είναι και η δουλειά μου άλλωστε) και για να μην σας κουράζω δεν περίμενα κάτι άλλο. Παίρνω λοιπόν το θάρρος και μοιράζομαι μαζί σου βρε γείτονα «τι άλλο φοβάμαι»  πως θα γίνεις ,μιας και κάποτε σου ζήτησα σ’ ένα από τα σκαρώματα μου να μου πείς «τι άλλο φοβάσαι» για να γινόμουν.
Φοβάμαι λοιπόν, οτι θα γίνεις:
·      Άνοιαστος δούλος των νέων πολιτικών διλλημάτων
·      Ένα παραφουσκωμένο σακί από αλλόκοτες φοβίες που θα καθορίσουν το αύριο όλων.
·      Ένα σκατοσάκουλο χωρίς γνώση των καιρών
·      Χαμένος μάγος της νιότης μας (μιας κι η γέννα συνέβει στην άλλη τη μεριά)
·      Μόνιμος πελάτης του διλλήματος
·      Μακελάρης, ακόμα και των πιο κοντινών ονείρων του παιδιού σου
·      Το ζωντανό πια «λιγότερο κακό» που σιχαινόσουν
·      Τόσο άπληστος με το χρόνο που θα γερνάς μέσα σε λίγες στιγμές.
·      Τόσο άδειος που θα επιβεβαιώνεις τους μέτριους για την απαιδεψιά σου.
·      Ανεκτικός με το κακό, γιατί τώρα επιζητάς την τιμωρία άλλων.
·      Αφηγητής ενός έργου που δεν παρακολούθησες ποτέ.
·      Κριτής όσων παρέμειναν ατόφιοι.
·      Θήραμα του θηρευτή που όπλισες εσύ.
·      Ανορχικός βουρκομερίτης.
·      Ενας από τους γνωστούς αιμοπότες του κόσμου αυτού.
·      Παλιάτσος στο κλεμμένο μας τσίρκο.
·      Μικρός θεός
·      Επίδοξος γητευτής ανήσυχων.
·      Ένας μαλάκας και μισός (πόσο θα μου λείψει τότε η εποχή που ήσουν απλά μαλάκας)
·      Από γκιαούρης, ξεσηκωμένος γιούρης.
·      Ο καλύτερος διαφημιστής των καρκινωμάτων της δημοκρατίας σου.
·      Σφαίρα στα σπλάχνα αυτών που μισείς.
·      Δικαστής όσων δεν ανέχεσαι.
·      Αίμα
·      Αυτό που έκρυβες επιμελώς όλα αυτά τα χρόνια.
·      Ποιητής (αυτό το τρέμω)
·      Δάσκαλος
·      Αφεντικό
·      Αποτεφρωτής ελπίδας
·      Αρεστός
·      Η λύση για τ’ αγδίκιωτα φταιξίματα
·      Μα πιο πολύ φοβάμαι μη γίνεις σαν τα μούτρα μου,
 ένας προδωμένος ανυπάκουος ξενομερίτης.

Τέλος σου επισυνάπτω τι έλεγε ο “γραφικός αλήτης” το 2001 και κάποιοι γελούσαν τότε.
Τώρα;


Καλά κρασιά, μόνοι και καλοί μου γειτόνοι.
Το κακό ζυμώνεται, παλιώνει
στου μυαλού μας το ξέχειλο μικρό βαρέλι
ρίξαν μαγιά δαιμόνια κι αγγέλοι.
Eίχανε τρύγο και μαζεύαν με γέλια
σάπια τσαμπιά από της μνήμης τ' αμπέλια
από γνωστή κόκκινη παλιά ποικιλία
που έχει στραγγίξει του μίσους η αιώνια αντλία.
Εδώ στα μέρη αυτά πολλών ήπιαμε λάθη,
από σκάρτα βαρέλια στυφό κατακάθι,
με το ζόρι βαρύ και γρήγορο μεθύσι
που έχουμε όλοι γλεντήσει και έχουμε όλοι πενθήσει.
Κάθε τσαμπί που κρεμότανε κοντά στο χώμα
από τσιμπήματα φιδιών άλλαζε χρώμα
και πότιζε φαρμάκι ως της ρίζας την άκρη,
κάθε ρόγα από τσαμπί πικρό γινότανε δάκρυ
για να θυμίζει πως κάτω απ' το λιοπύρι
στης ιστορίας το μεγάλο βρώμικο πατητήρι
αν δεν πατήσεις με τα πόδια σου καλά,
άδικος κόπος, τα κρασιά θα βγουν θολά.
Γι' αυτό καλοί μου και μόνοι γειτόνοι,
όποιος το στόμα βουλώνει, μάλλον ποτέ δε γλιτώνει,
βρίσκει το φίδι τη σκιά του για δροσιά
και 'κει γεννάει - καλά κρασιά

Γεννάει το φίδι αυγά ακόμα.
Γελάει που σε βρήκε λιώμα
κι έχει τη σκιά σου για δροσιά.
Γυρνάει, ξεθάβει το αίμα από το χώμα,
σου ράβει το μουδιασμένο στόμα
κι αν κλείσεις και τ' αυτιά, καλά κρασιά.

Πάνω λοιπόν στη ατέλειωτη έκστασή σου,
σε πιάνει, γείτονα, η αρχέγονη έπαρσή σου.
Σκάβεις το χώμα να βγάλεις λίγο αίμα,
μα το ήπιε η γη και σου 'φτυσε το ψέμα.
Ζήσε μ' αυτό, γείτονα μου, φωνακλά,
κι αφού δειλιάζεις, χειρίσου το αν μπορείς καλά.
Μείνε μόνος σου στης λήθης σου το δώμα,
στάξε φαρμάκι πάνω στο μουδιασμένο σου στόμα,
κλέβε τσαμπιά από του χρόνου το κοφίνι -
το φίδι κλείνει τα μάτια για σένα και σ' αφήνει
να κλαδεύεις τη ζωή σου με μανία
και να υπάρχεις μες στη δικιά σου τυραννία.
Υποχρέωση βγάλε για τα καμώματά του,
κάτσε και κλώσησε τ' αυγά του,
δώσε τιμή, δώσε κι αξία,
γίνε θεός μ' απόλυτη ανυπαρξία.
Άντε, 'γεια μας, γείτονα παλικαρά μας,
παλιά ντρεπόσουν και δεν έτρεμες μπροστά μας.
τώρα το φίδι σου κλέψε τη ζεστασιά
- τέλος κακό, καλά κρασιά.


Mιχάλης Μυτακίδης (B.D.Foxmoor – Active Member)

9/5/12 
απ’ το κατεχόμενο Πέραμα